Ήδη από τα ομηρικά έπη διακρίνεται ο έντονος προβληματισμός για τη «φύση» των νεκρών και προπάντων για τη σχέση τους με τον κόσμο των ζωντανών
Σε ορισμένες περιοχές, μαζί με το όνομα του νεκρού αναγράφεται στις επιτύμβιες στήλες ή σε άλλες επιγραφές η προσφώνηση ἥρως, όπως στη Λακωνία, τη Βοιωτία και τη Θεσσαλία –αργότερα και στη Μακεδονία, κάτι που δείχνει την ιδιαίτερη τιμή προς αυτόν, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για αφηρωισμένα πρόσωπα. Οι νεκροί παρέμεναν «ωσεί ζωντανοί» ακόμη και μετά το θάνατό τους, ιδίως όταν η απουσία τους είχε επιπτώσεις στη ζωή των ζωντανών.
Ο θάνατος θεωρείται άλλο ένα μίασμα μαζί με τη γέννα και οι ζωντανοί σέβονταν, αλλά ταυτόχρονα προσπαθούσαν και
να κατευνάζουν τα πνεύματα των νεκρών. Kατά τη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων, στους Χόες, οι Αθηναίοι είχαν τη συνήθεια να μασάνε αγκάθια και να αλείφουν με πίσσα τις εξώπορτες των σπιτιών τους, επειδή πίστευαν ότι τότε οι νεκροί εγκατέλειπαν τους τάφους τους και τριγυρνούσαν ανάμεσα στους ζωντανούς (πρβλ. Σούδα θ 598 και Ἀνθεστήρια). Γι᾽ αυτό, τα νεκροταφεία με τις «κατοικίες» των νεκρών βρίσκονταν μακριά από τις κατοικίες των ζωντανών, συνήθως εκτός των τειχών. Ο Πλάτων συστήνει να θάβουν τους ένοχους για εγκλήματα έξω από την πόλη σε ένα σταυροδρόμι, με μία πέτρα πάνω από το κεφάλι τους (Νόμοι 873b).
Πως πενθούσαν οι Έλληνες και πως αποχαιρετούσαν τα λατρευτά και αγαπημένα τους πρόσωπα;
Ας πάμε να μάθουμε.
Τρία ήταν τα στάδια της κηδείας: το πρώτο στάδιο είναι η πρόθεσις, δηλαδή η εθιμοτυπική έκθεση του νεκρού για προσκύνημα των συγγενών του, το δεύτερο η εκφορά, δηλαδή η μεταφορά του στον τόπο ταφής ή καύσης και τέλος η ίδια η ταφή ή η καύση. Βέβαια είχε προηγηθεί ο καλλωπισμός του νεκρού. Μετά την κηδεία γινόταν ο απαραίτητος εξαγνισμός του οίκου. Η κοινοποίηση του θανάτου και η είδηση ότι ένα σπίτι πενθεί γινόταν είτε με το να κρέμεται έξω από το σπίτι ένα αντικείμενο του νεκρού, είτε με έναν δούλο ο οποίος στεκόταν έξω από την πόρτα. Επίσης μπροστά στην πόρτα υπήρχε ένα δοχείο με νερό πηγής για να πλένονται και να καθαρίζονται από το μίασμα του νεκρού σώματος όσοι θα έρχονταν σε επαφή με τον νεκρό. Μεταγενέστεροι συγγραφείς αναφέρουν πως κρεμούσαν ένα κλαδί έξω από την θύρα του σπιτιού από κυπαρίσσι. Όσον αφορά το πένθος των Ελλήνων αυτό εκδηλώνονταν με πένθιμη αμφίεση, έτσι το ρούχο των γυναικών με γκρίζο και των αντρών και παιδιών με λευκό. Οποιοσδήποτε, ακόμα και αν δεν ανήκε στον στενό κύκλο του νεκρού ήθελε να τον τιμήσει, έκοβε την κόμη του.
ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
Μετά το ψυχορράγημα και το κλείσιμο των ματιών και του στόματος του νεκρού από τους στενούς συγγενείς, οι οικείες γυναίκες, από την ηλικία των 60 και άνω, αναλάμβαναν την ετοιμασία του νεκρού. Η συνήθεια να κλείνουν τα μάτια και το στόμα μαρτυρείται ήδη στον Όμηρο.
Ξεκινώντας από το λουτρό και συνεχίζανε με το μύρωμα με αρωματικά ελαία τα οποία εκτός του θρησκευτικού χαρακτήρα που είχαν στη τελετουργία, έσβηναν και όποια πιθανή κακοσμία του νεκρού λόγω σήψης.
Το λούσιμο και το μύρωμα των νεκρών και γενικά ο καλλωπισμός έχουν μια σταθερή πορεία από την μυκηναϊκή εποχή μέχρι και σήμερα με ελάχιστες αλλαγές. Μερικές φορές προτιμάται το θαλασσινό νερό: η Εκάβη πλένει με αυτό και μετά στολίζει την παρθένα κόρη της (Ευριπίδης Ἑκάβη 609-18, 780, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις 1191-3), ακόμη καθαρίζει τυχόν πληγές (Φοίνισσαι ό.π., Τρωάδες 1152). Στην περίπτωση του Έκτορα το λούσιμο και το ντύσιμο του νεκρού γίνονται προκειμένου να τεθεί πάνω στο αμάξι που θα τον οδηγήσει όχι στην ταφή αλλά στην πατρίδα του, για να τον πενθήσουν εκεί (Ἰλιάς 24.588-91).
Στον Ησύχιο η τοποθέτηση του νεκρού στην κλίνη γίνεται από κλιμακοφόρους. Το χρώμα του ενδύματος του νεκρού διέφερε από εποχή σε εποχή όμως κατά βάση ήταν λευκό. Ειδικά για την ένδυση του νεκρού χρησιμοποιείται το ρήμα περιστέλλειν, που αναφέρεται στις πρέπουσες τιμές προς το νεκρό από τους συγγενείς του.
Στη στρατοκρατούμενη Σπάρτη, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι ο Λυκούργος όριζε ο νεκρός να φορά μία στρατιωτική χλαίνα, τη φοινικίδα. Παρθένες και νιόπαντρες μπορούσαν να θάβονται φορώντας τα νυφικά τους ενδύματα. Στη γεωμετρική εποχή οι οπλίτες θάβονταν συχνά με τον οπλισμό τους. Σε ορισμένες, μάλιστα, ταφές τοποθετούσαν ένα σιδερένιο ξίφος, το οποίο έκαμπταν γύρω από το λαιμό ενός αμφορέα, δηλαδή το «σκότωναν» συμβολικά, για να ακολουθήσει τον κάτοχό του στον άλλο κόσμο.
Βασικό ήταν το στεφάνωμα του νεκρού με φρέσκα άνθη,
ακόμη και με φύλλα και κλάδους ελιάς, μυρτιάς, δάφνης, φοίνικα, κυπαρίσσι και σέλινο είναι έθιμο που μαρτυρείται από τον Αριστοφάνη. Δεν είναι σαφές τι συμβόλιζε το στεφάνι που τοποθετούσαν συχνά στο κεφάλι του νεκρού, ίσως ότι ο νεκρός πολέμησε στον αγώνα της ζωής. (Αριστοφάνης Λυσιστράτη 598-604 όπου γίνεται λόγος για στεφάνια, Ἐκκλησιάζουσαι 538, Τρωάδες 1141-4).
Το στεφάνι από φύλλα μυρτιάς, που βλέπουμε σε παραστάσεις αγγείων και σε αγάλματα, έχει ερμηνευτεί ως δηλωτικό του γάμου που δεν πρόλαβε να τελέσει ο νεκρός. Τα αρχαιολογικά ευρήματα μας δείχνουν πως ο νεκρός στολίζονταν επίσης με κορδέλες και κοσμήματα. Στις Εκκλησιάζουσες, η τοποθέτηση μίας ληκύθου μαζί με τα στεφάνια είναι ένας τρόπος για να δηλώσουν τον πεθαμένo, ενώ γίνεται λόγος και για όσους διακοσμούν με γραπτές παραστάσεις τις ταφικές ληκύθους.
Ο οβολός στο στόμα έμπαινε ως αμοιβή, τα ναύλα για τον πορθμέα και ψυχοπομπό Χάροντα, ενώ κάποτε τοποθετούσαν εκεί και ένα γλυκό με μέλι (Αριστοφάνης Νεφέλαι 506-8, Λυσιστράτη 601).
Η πρώτη αναφορά στο χαρώνειο νόμισμα γίνεται στο ταξίδι του Διονύσου στον Άδη με κωμικό φυσικά τρόπο σε μία στιχομυθία του θεού με ένα νεκρό που μεταφέρεται προς τη λίμνη του Άδη (Αριστοφάνης Βάτραχοι 170-7). Το νόμισμα ήταν ορειχάλκινο, σπανιότερα δε αργυρό ή χρυσό και τοποθετούνταν είτε στο στόμα, είτε στο χέρι του νεκρού ή και κάποιες φορές ριχνόταν στον τάφο.
Αναλυτικά και, επίσης, κωμικά ο Λουκιανός μιλά για τη συνήθεια αυτή (περὶ πένθους). Στο λεξικό της Σούδας το νόμισμα ονομάζεται δανάκη.
Στην εικονογραφία παριστάνεται ένα μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι του νεκρού. Για να μη μείνει ανοικτό το στόμα του νεκρού, υπήρχε η συνήθεια να δένεται το σαγόνι με μία ταινία οι οποίες ταινίες ονομάζονταν οθόνες. Αν και τέτοιες ταινίες μαρτυρούνται εικονογραφικά, δεν σώθηκαν τέτοια υφάσματα μέσα σε τάφους λόγω του φθαρτού υλικού τους. Ίσως η τοποθέτηση του κεφαλιού στο προσκέφαλο να χρησίμευε και για αυτόν το λόγο.
ΠΡΟΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
Μετά από όλα αυτά ακολουθούσε η πρόθεσις, δηλαδή η δημόσια έκθεσις της σορού του εκλιπόντα, στον προθάλαμο του σπιτιού. Με την πρόθεσις δίνονταν έτσι η ευκαιρία στους ζωντανούς να εκφράσουν την θλίψη και την οδύνη τους. Ο νεκρός τοποθετείται με τα πόδια στραμμένα προς την εξώπορτα (Ἰλιάς 19.212: κεῖται ἀνὰ πρόθυρον τετραμμένος). Στα ομηρικά έπη πληροφορούμαστε πως η πρόθεσις γίνονταν στην ύπαιθρο όμως αργότερα περιορίστηκε στην οικία.
Η πρόθεση διαρκούσε ένα εικοσιτετράωρο και η εκφορά έπρεπε να γίνει την επομένη μέρα, πριν να ανατείλει ο ήλιος, σύμφωνα με το σολώνειο νόμο (Δημοσθένης 43.62).
Αντίθετα, στον Όμηρο η διάρκεια ποικίλλει ανάλογα με τις συνθήκες από 17 (Αχιλλέας), 9 (Έκτορας) και 2 ημέρες (Πάτροκλος). Ο νεκρός τοποθετούνταν σε κάποιο βάθρο , ψηλότερα για να δείχνει πιο επιβλητικός.
Γύρω από την νεκρική κλίνη τοποθετούνταν λήκυθοι με αρωματικές αλοιφές και πλακούντες με μέλι , (μελιτούττα), για να ταϊστεί ο Κέρβερος. Μερικές φορές και η νεκρική κλίνη στρωνόταν με φύλλα μυρτιάς, δάφνης κληματίδες και άγριας μαντζουράνας τα οποία θεωρούνταν πως έδιωχναν τα κακά πνεύματα.
Βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι της πρόθεσις ειναι ο τελετουργικός θρήνος. Οι γυναίκες αναλάμβαναν το βασικό ρόλο του θρήνου με έντονες χειρονομίες και δυνατές κραυγές. Οι πενθούντες κόβουν τα μαλλιά τους και φορούν μαύρα ενδύματα (Ευριπίδης Ἄλκηστις 215-7, 427, 512 και Φοίνισσαι 372: κάρα ξυρηκὲς καὶ πέπλους μελαγχίμους).
Ο θρήνος περιλαμβάνει τις γοερές και άναθρες κραυγές, το ανακάλεμα του νεκρού, η προσφώνηση δηλαδή του νεκρού με το όνομά του, τα πένθιμα άσματα συνοδευόμενα πολλές φορές από το άκουσμα λύρας ή αυλού. Ο τεθλιμμένος σύζυγος ζητά να μην ακουστούν αυλοί και λύρες για 12 μήνες (Ἄλκηστις 430-1).
Κοντά στον απλό θρήνο (κωκυτός) και στον γόον που έχει αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα, η ολολυγή (και ὀλολυγμός: ιεροτελεστικές επικλήσεις) διακρίνεται ως «μία προσευχή με μελωδική γυναικεία έμπνευση, χωρίς τραχύτητα και με μαλακότητα» (έτσι την ορίζει ο Ευστάθιος, σχολιάζοντας τον ευριπίδειο στίχο «ἀντίμολπον ὀλολυγῆς κωκυτόν»). Ο νόμος του Σόλωνα όριζε ο θρήνος να γίνεται μέσα στο σπίτι (ἔνδον) όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος.
Το τράβηγμα και το ξερίζωμα των μαλλιών των πενθούντων μαρτυρείται από τα ομηρικά έπη. Όπως επίσης άλλες "επιθετικές" εκδηλώσεις πόνου ήταν το γδάρσιμο του προσώπου (μάγουλα) με τα νύχια, η στερνοτυπία, το χτύπημα δηλαδή στο στήθος αλλά και στα γόνατα και στο κεφάλι και τέλος το σκίσιμο ακόμα και των ρούχων τους.
Επίσης ο Λουκιανός αναφέρει να πασπαλίζουν, κυρίως οι άντρες, το κεφάλι τους με στάχτη ή σκόνη. Έχουμε αναφορές ακόμη από τον ομηρικό κόσμο να χτυπούν το κεφάλι τους στην γη ή και να κατρακυλούνται στο έδαφος.
Ο Σόλωνας οριοθέτησε αυστηρά αυτές τις εκδηλώσεις επιθετικού θρήνου, τουλάχιστον σε κηδείες όχι πολύ κοντινών προσώπων και επέβαλε να θυσιάζεται ένα βόδι και εντέλει τα έθεσε όλα υπό τον έλεγχο των «γυναικονόμων», με το σκεπτικό ότι τέτοιου είδους συναισθηματισμοί θεωρούνταν άνανδροι και γυναικείοι.
Και ο Πλάτωνας, δυο αιώνες αργότερα, θα υποστηρίξει πως καλό είναι οι συγγενείς να παίρνουν στο σπίτι όσο διαρκεί η πρόθεσις έναν νομοφύλακα για να φροντίζει να γίνονται όλα με μέτρο και σύμφωνα με τους νόμους.
Η πανάρχαια δοξασία ότι οι θρήνοι και η μουσική ανακουφίζουν και ευχαριστούν τους νεκρούς συνέβαλε στην ανάγκη ήδη από την ομηρική εποχή να μισθώνονται θρηνήτριες γυναίκες οι επονομαζόμενες θρήνου έξαρχοι ή κρανίδες κατά τον Ησύχιο, οι οποίες δεν είναι άλλες από τις γνωστές μας μοιρολογήτρες των νεότερων χρόνων.
ΕΚΦΟΡΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
Το επόμενο στάδιο ήταν η εκφορά, δηλαδή η μεταφορά του νεκρού στον τάφο. Αυτή η δημόσια πομπή που οδηγούσε το φέρετρο από το σπίτι στο νεκροταφείο γίνεται την τρίτη μέρα από τον θάνατο και μάλιστα τα χαράματα για να μην μιανθεί το φως του ήλιου.
Λίγο πριν τον σχηματισμό της νεκρικής πομπής, συνηθιζόταν να σηκώνεται ψηλά ο νεκρός εν μέσω σπαρακτικών θρήνων και κραυγών.
Επίσης βγάζοντας τον νεκρό έξω από το σπίτι έριχναν πάνω του νερό-μερικές φορές εκείνο του νεκρικού λουτρού του- θρυμματίζοντας το αγγείο που το περιείχε.
Σώζεται ο σχετικός νόμος, ο οποίος καθόριζε την ώρα της εξόδου πριν από την ανατολή του ήλιου, τον σχηματισμό της πομπής, στην οποία προπορεύονταν οι άνδρες, ακολουθούσαν οι γυναίκες και μάλιστα όχι όλες αλλά μόνον όσες ήταν σε ηλικία εξήντα χρονών, εκτός από τις ανιψιές ή τις οικιακές δούλες: «να μεταφέρουν σε εκφορά τον πεθαμένο την επόμενη της πρόθεσης πριν από την ανατολή του ήλιου. Να βαδίζουν μπροστά οι άνδρες κατά την εκφορά και οι γυναίκες από πίσω. Να μην επιτρέπεται σε γυναίκα να μπει στο χώρο του πεθαμένου ούτε να τον ακολουθεί, όταν πηγαίνουν στο νεκροταφείο, εκτός από όσες είναι εξήντα χρονών και οι συγγενείς. Το ίδιο, όταν βγάλουν το νεκρό, να μην πλησιάσει σ’ αυτόν καμία γυναίκα παρά μόνον οι συγγενείς» (Δημοσθένης 43.62).
Ο νεκρός μεταφέρεται με την κλίνη του σε άμαξα με δυο άλογα, ή στα χέρια αντρών και μπροστά βάδιζαν οι άντρες ενώ ακολουθούσαν γυναίκες συγγενείς του νεκρού, οι θρηνωδοί και οπλισμένοι άντρες. Επίσης, σύμφωνα με πηγές μπροστά και πριν από όλους προχωρούσε μια γυναίκα που κρατούσε το αγγείο για τις σπονδές, ενώ προς το τέλος της πένθιμης πομπής ακολουθούσαν οι αυλητές οι οποίοι σύμφωνα με τους νόμους του Σόλωνα έπρεπε να ήταν δέκα στον αριθμό. Βέβαια πλήθος λαού ακολουθούσε την πένθιμη πομπή αφού μια εκφορά χωρίς πένθος και θρήνους θεωρούνταν εκφορά ντροπής.
Η πομπή μάλλον γίνεται σε απόλυτη σιωπή και κατευθύνεται ευθεία, όσο γίνεται, από δημόσιους και κεντρικούς δρόμους, χωρίς στροφές. Αξίζει να ειπωθεί πως όσοι πέθαιναν με βίαιο τρόπο κάποιος συγγενής κρατούσε ένα δόρυ αφενός για να μάθει την αιτία θανάτου αφετέρου όμως για να δείξουν οι συγγενείς στο πλήθος πως θα εκδικηθούν τον δολοφόνο. (βεντέτα)
ΤΑΦΗ Ή ΚΑΥΣΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
Οι συνήθειες της ταφής ή και της καύσης διέφεραν από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή. Γενικότερα ο αρχαίος κόσμος χρησιμοποίησε δυο μορφές ταφής, την καύση και τον ενταφιασμό. Κατά τον ενταφιασμό έσκαβαν συνήθως έναν ορθογώνιο λάκκο και τοποθετούσαν τον νεκρό είτε κατευθείαν στο χώμα ή σε μια στρώση από χαλίκια ή κεραμίδια. Οι παιδικές ταφές γίνονταν μέσα με πήλινες λάρνακες ή λίθινες σαρκοφάγους, αλλά ο πιο συνήθης τρόπος ταφής των παιδιών ήταν μέσα σε αγγείο.
Δεν γνωρίζουμε πολλά στοιχεία από τις γραπτές πηγές για την ώρα του ενταφιασμού. Ιερείς δεν έπρεπε να παρίστανται, για να μη μολυνθούν. Στο λεξικό της Σούδας οι γυναίκες που κάνουν προσφορές στους νεκρούς ονομάζονται ἐγχυτρίστριαι. Όπως μας πληροφορεί ο Κικέρων, υπήρχε από την εποχή του Κέκροπα η συνήθεια να σπέρνουν πάνω στο φρέσκο χώμα της ταφής σπόρους δημητριακών νέας σοδειάς, ώστε να εξαγνιστεί η γη που γενναιόδωρα χαρίζει τα δώρα της τροφής στους ζωντανούς. Στην συνέχεια ακολουθούσαν υγρές προσφορές (χοές). Οι χοές αποτελούνταν από γάλα, μέλι, νερό, κρασί έλαια και αρώματα καθώς και το πελανόν ένα μείγμα από χοντρό αλεύρι, μέλι και λάδι.
Δίπλα στις άγαμες και νέες γυναίκες τοποθετούσαν μια λουτροφόρο ενώ γενικά σε όλους αφήναν δίπλα ένα αγγείο με νερό για να μη διψούν, Υπήρχαν πλήθος επίσης από κτερίσματα, δηλαδή νεκρικά αφιερώματα, όπως προσωπικά αντικείμενα, κοσμήματα, καθρέφτες, λυχνάρια, οικιακά σκεύη, εργαλεία και παιχνίδια για τα παιδιά. Επίσης προσφέρονταν στεφάνια, πυρσοί και λύχνοι αναμμένοι, ενδύματα, αυλοί, λύρες και ταινίες υφασμάτων.
Αμέσως μετά την ταφή, την ίδια μέρα, ακολουθούσε η τελετή καθαρμού και εξαγνισμού του σπιτιού από το μίασμα του θανάτου και περιλάμβανε καθαρισμό του σπιτιού και των σκευών με νερό πηγής ή θαλασσινό και θειάφι. Πλένονταν επίσης και οι γυναίκες που είχαν έλθει σε άμεση επαφή με τον νεκρό.
Έσβηναν επίσης την εστία και την ανάβαν εκ νέου.
Μετά την εκφορά, ακολουθούσε νεκρικό δείπνο, το περίδειπνον, στο οποίο μετείχαν οι προσήκοντες μαζί με τη στενή οικογένεια. Εκεί, προφανώς, ήταν συνήθεια να μιλούν επαινετικά για το νεκρό, τόσο ώστε υπήρχε η παροιμία «οὐκ ἐπαινεθείης, οὐδὲ ἐν περιδείπνῳ» για τους εντελώς άχρηστους (Σούδα ο 874). Σύμφωνα με το Λουκιανό, το δείπνο τερμάτιζε μία περίοδο νηστείας τριών ημερών από την ημέρα του θανάτου. Από τις φιλολογικές πηγές μαθαίνουμε πως τα νεκρόδειπνα περιλάμβαναν και μουσική προς ψυχαγωγία του νεκρού.
Τα τρίτα, τα ένατα και οι τριακάδες είναι άλλες συνοδευτικές τελετές, οι οποίες λάμβαναν χώρα τρεις, εννέα και τριάντα ημέρες μετά την κηδεία. Με αυτές τις τελετές αποδίδονταν τα νομιζόμενα, δηλαδή οι οφειλές προς τους νεκρούς και έτσι ολοκληρώνονταν η περίοδος πένθους.
H περίοδος του πένθους μπορούσε να διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Στη Σπάρτη το πένθος διαρκούσε έντεκα ημέρες. Στην Αθήνα έληγε στις τριάντα μέρες, η δε αυτή μέρα ονομαζόταν τριακάς.
Το τέλος του πένθους βέβαια δεν σήμαινε και το τέλος των υποχρεώσεων απέναντι στον εκλιπόντα. Αναμνηστικές ετήσιες τελετές προς τιμήν των νεκρών πραγματοποιούνταν κάθε χρόνο όπως ήταν τα Γενέσια, τα Νεκύσια και τα Νεμέσια, οι Πλημμοχόες, οι Χύτροι.
Το παραπάνω κείμενο το αφιερώνω στην μνήμη του Έλληνα Ικτίνου Σταθόπουλου που έφυγε από κοντά μας. Είθε να βαδίζει στα ιερά πεδία και να συνομιλεί ως ήρωας πια με τους άλλους ήρωες στα Ηλύσια πεδία.
Αθάνατος.
*Έρευνα και συλλογή πληροφοριών Γιώβη Βασιλική. Για να πραγματοποιηθεί το παραπάνω άρθρο χρησιμοποιήθηκαν αυτούσια αποσπάσματα και παραγράφοι από το βιβλίο του Αθανάσιου Π. Παπαδόπουλος: "ΟΙ ΛΑΙΚΕΣ ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΔΟΞΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ" από τις εκδόσεις Ερωδιός, όπως και από την εργασία "Ἐν οἴκῳ καὶ ἐν δήμῳ " των ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΑΚΙΔΟΥ - ΦΛΩΡΑ ΜΑΝΑΚΙΔΟΥ
http://mythiki-anazitisi.blogspot.com/2021/02/blog-post_24.html
https://www.cup.gr/book/kvantomichaniki-i/ Δ.Υ. ΠΑσχΟΣ Κυματεορθιος metrosport.gr ηγετης των απορ
ΑπάντησηΔιαγραφή
ΑπάντησηΔιαγραφήen.uoa.gr🇬🇷🦅 Paschalis “Kamora
cia.gov To Mah vs Bulgar Kamorah
ΑπάντησηΔιαγραφή