Οι αρχαίοι Έλληνες υπήρξαν πρωτοπόροι σε κάθε
τομέα του πολιτισμού. Μοιραία λοιπόν δεν θα μπορούσαν
να υστερήσουν και στην πολεμική τεχνολογία, εφόσον
μάλιστα, όπως πίστευαν «Πόλεμος πατήρ πάντων
εστί» (ο πόλεμος είναι ο πατέρας των πάντων). Η παρεξηγημένη
αυτή φράση του Ηρακλείτου δεν εκφράζει,
όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, το φιλοπόλεμο και
«ιμπεριαλιστικό» πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων. Αντιθέτως
εκφράζει τπν μεγάλη αλήθεια του αρχαίου κόσμου,
ότι η ανάγκη γεννά. Η ανάγκη αντιμετώπισης υπερτέρων
αντιπάλων ήταν η γενεσιουργός αιτία της δημιουργίας
και ανάπτυξης «ειδικών» όπλων, ήδη από τους χρόνους
που γεννήθηκε ο πολιτισμός στην πατρίδα μας, περί την
9η χιλιετία π.Χ. Οι σχεδόν πάντα αριθμητικώς ασθενέστεροι
Έλληνες δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να αναπτύξουν
ειδικές δυνατότητες, οι οποίες θα τους επέτρεπαν
να αντιμετωπίσουν επί ίσοις όροις τους πολυπλη-
θείς αντιπάλους τους.
Τοξικά βέλη
Η γένεση του τόξου ως όπλου, για το κυνήγι αρχικά
και για τον πόλεμο κατόπιν, χάνεται στα βάθη της
ανθρώπινης ιστορίας. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει
πότε οι άνθρωποι άρχισαν να το χρησιμοποιούν. Το
παράδοξο όμως είναι ότι από το την λέξη τόξο γεννήθηκε
και μια ακόμα ελληνική λέξη που υποδηλώνει το
δηλητήριο, η λέξη «τοξικό». Ο διάσημος Έλληνας ιατρός
του 1ου αιώνα μ.Χ. Διοσκουρίδης ήταν ο πρώτος που
ετυμολογησε το επίθετο «τοξικός» από το «τόξο», γράφοντας
χαρακτηριστικά ότι το επίθετο «τοξικός» δηλώνει
τον σχετικό με το τόξο. Πως όμως σχετίζεται ένα
όπλο με τα λογής λογής τοξικά, δηλαδή τα δηλητήρια; Η
απάντηση είναι απλή. Από πολύ νωρίς οι πρωτόγονοι
άνθρωποι ανακάλυψαν ότι κάποιες ουσίες είχαν την ικανότητα
να ναρκώνουν ή να σκοτώνουν άμεσα όποιον ή
ότι ερχόταν σε επαφή μαζί τους.
Στα πρώτα στάδια της ιστορίας οι πρωτόγονοι κυνηγοί
χρησιμοποιούσαν τοξικά βέλη για να ναρκώνουν τα
ζώα θύματά τους. Η επιλογή του δηλητηρίου έπρεπε να
γίνει προσεκτικά, έτσι ώστε να μην κινδυνεύσει και ο
χρήστης, αλλά ούτε και όσοι θα έτρωγαν το σκοτωμένο
με τον τρόπο αυτό ζώο. Προφανώς η γνώση αυτή των
πρώτων κυνηγών βρήκε εφαρμογή και στους πρώτους
πολέμους, όταν ελλείψει ασπίδων και θωράκων τα εκη-
βόλα όπλα και κυρίως το τόξο αποτελούσαν την τελευταία
λέξη της πολεμικής τεχνολογίας. Περί τα μέσα της
5ης χιλιετίας π.Χ. όμως μια μεγάλη τεχνολογική επανάσταση
έλαβε χώρα στον ελλαδικό χώρο, η έναρξη
κατεργασίας των μετάλλων. Η κατεργασία των μετάλλων
έδωσε νέες πρωτόγνωρες δυνατότητες στους τότε
Έλληνες. Ιδιαιτέρως από την αυγή της 4ης χιλιετίας π.Χ.
όπου άρχισαν να κατεργάζονται και τον χαλκό, όλα
μετεβλήθησαν. Τα νέα όπλα με τις μεταλλικές αιχμές
απεδείχθησαν τρομερά εναντίον των αθωράκιστων αντιπάλων.
Μοιραία λοιπόν δημιουργήθηκαν και τα αντίμετρα,
η ασπίδα και ο θώρακας. Σε αυτό το νέο επιχειρησιακό
περιβάλλον που σταδιακά δημιουργήθηκε, το
τόξο άρχισε να χάνει τη σημασία του στο πεδίο της
μάχης. Το μικρό του βεληνεκές και η επίσης μικρή του
διατρητική ικανότητα δεν του προσέδιδαν την αναγκαία
δύναμη ανάσχαισης (stopping power) που απαιτείτο για
την εξουδετέρωση ενός εφοδιασμένου με ασπίδα ή
θώρακα ή και τα δύο αντιπάλου πολεμιστή. Αντιθέτως
στην Ανατολή, όπου κανένας στρατός με εξαίρεση ίσως
τον Ασσυριακό, δεν πολυχρησιμοποίησε ισχυρές θωρακίσεις,
το τόξο παρέμεινε το βασικό όπλο έως το 1700
μ.Χ. Στην Ελλάδα όμως οι φάλαγγες των σαρισσοφόρων
Μινυών, Μινωιτών και αργότερα Μυκηναίων πολεμιστών,
ήταν σχεδόν απρόσβλητες από τα βέλη των αντί
πάλων. Ο μόνος τρόπος για να «ανακτήσει» το τόξο την
σημασία του ήταν να αποκτήσει δηλητηριώδη αιχμή.
Έτσι, ακόμα και αν δεν έπληττε τον αντίπαλο καίρια,
αλλά επιπόλαια σε ένα αθωράκιστο σημείο του σώματος
του, θα μπορούσε να του επιφέρει ακόμα και τον θάνατο.
Κατά πάσα πιθανότητα ένα τέτοιο δηλητηριασμένο
βέλος σκότωσε τον Αχιλλέα, πληγώνοντάς τον στην ακάλυπτη
πτέρνα του. Ο «άνανδρος» αυτός τρόπος πολέμου
καυτηριάζεται από τον Όμηρο, αλλά και από τους μεταγενεστέρους
του και το τόξο χαρακτηρίζεται το όπλο
των δειλών, υπογραμμίζοντας έτσι την αντιδιαστολή με
τον «καθαρό» τρόπο της εκ του συστάδην αντρίκιας
μάχης. Ωστόσο τα βιολογικά όπλα υπήρχαν και είναι
λογικό οι Έλληνες της Ανατολίας Τρώες να τα χρησιμοποιούν
περισσότερο, λόγω της επαφής τους με τους λοιπούς
ανατολικούς πολιτισμούς. Αυτό όμως δεν σημαίνει
ότι και οι της μητροπολιτικής Ελλάδος συμπατριώτες
τους δεν τα γνώριζαν. Απλώς είχαν πάψει να τα πολυ-
χρησιμοποιούν.
Πότε πράγματι πρωτοχρησιμοποιήθηκαν βιολογικά
όπλα στην Ελλάδα; Στο ερώτημα αυτό κανείς δεν μπορεί
να απαντήσει με βεβαιότητα. Μπορεί όμως να στηριχθεί
στην κωδικοποιημένη ελληνική πρωτοϊστορία, την μυθολογία,
και να αναζητήσει εκεί απαντήσεις. Ο πρώτος λοιπόν
που φέρεται να χρησιμοποιεί βιολογικά όπλα είναι ο
μεγαλύτερος Έλληνας ήρωας, ο Ηρακλής. Στο σημείο
αυτό αξίζει να γίνει μια διευκρίνηση σχετικά με τον μέγιστο
Έλληνα ήρωα. Ο Ηρακλής δεν ήταν ένα πρόσωπο,
ήταν η προσωποποίηση του ίδιου του Ελληνισμού. Έτσι
εμφανίζονται τουλάχιστον δύο πρόσωπα με το αυτό
όνομα, τα οποία έδρασαν σε διαφορετικές χρονικές
στιγμές, αλλά έφτασαν να ταυτίζονται μεταξύ τους. 0
πρώτος ο Ιδαίος, Κρητικός Ηρακλής, ήταν σύντροφος
τους Δία. Ο δεύτερος ο Μινύας - Μυκηναίος είναι ο
εκτελεστής των άθλων. Σε έναν από τους άθλους του ο
Ηρακλής εκλήθη να σκοτώσει ένα τέρας την Λερναία
Ύδρα, το τέρας με την δηλητηριώδη ανάσα. Σύμφωνα με
τον μύθο το τέρας είχε εννέα (σύμφωνα με άλλες
παραλλαγές 15-100) κεφάλια, το ένα εκ των οποίων
ήταν αθάνατο. Ο Ηρακλής τελικώς κατόρθωσε να σκοτώσει
το τέρας. Έκοψε ένα προς ένα τα κεφάλια και
τους έβαζε φωτιά. Κατόπιν απέκοψε και το αθάνατο
κεφάλι και το έθαψε κάτω από έναν μεγάλο βράχο στην
Λέρνη. Κατόπιν έσκισε το σώμα του άψυχου τέρατος και
βούτηξε τα βέλη του στο δηλητηριώδες αίμα του. Όλα
αυτά ακούγονται φυσικά ως χαριτωμένα παραμύθια. Και
όμως κρύβουν πίσω τους μια πολύ μεγάλη δόση αλήθειας.
Προσφάτως Αμερικανοί επιστήμονες ανακάλυψαν
ότι ο Αργολικός Κόλπος διαθέτει πλουσιότατα κοιτάσματα
υδρογοναθράκων, πετρελαίου και αερίων. Η εκφυγή
των φυσικών αερίων λοιπόν προκαλούσε την δηλητηριώδη
ανάσα του τέρατος, το όνομα ακόμα του οποίου -
Ύδρα - το συσχετίζει με το νερό, με το υγρό. Ούτε πρέπει
να θεωρείται τυχαίο ότι ο ήρωας αναγκάστηκε να
κάψει τα κεφάλια του «τέρατος». Το πιο ενδιαφέρον
σημείο όμως είναι ότι ο Ηρακλής, γνωρίζοντας προφανώς
τις ιδιότητες των υδρογοναθράκων, βούτηξε τα
βέλη του στο «αίμα» της Ύδρας. Αρκετά αργότερα, ο
Οδυσσέας αυτή τη φορά φέρεται στην Οδύσσεια να
ταξιδεύει ως την Εφύρα, την πόλη της Ηπείρου, κοντά
στα ύδατα της Στυγός, με σκοπό να κατέβει στον κάτω
κόσμο, η είσοδος του οποίου ευρίσκετο εκεί. Ο Όμηρος
αναφέρει ότι ο Οδυσσέας πήγε στην Εφύρα αναζητώντας
δηλητήρια με τα οποία θα άλειφε τις αιχμές των
βελών του. Ο βασιλιάς της πόλης Ίλος όμως, αρνήθηκε
να του παραχωρήσει τα δηλητήρια, αν και η Εφύρα
χαρακτηριζόταν από τους αρχαίους ως ο παράδεισος
των δηλητηρίων. Το παράδοξο όμως είναι ότι και η
συγκεκριμένη περιοχή της Ηπείρου είναι πλούσια σε
κοιτάσματα υρδογονανθράκων και φυσικού αερίου,
όπως απεκάλυψε ο αείμνηστος αρχαιολόγος και ελληνιστής
Νίκολας Χάμοντ στο βιβλίο του «Ήπειρος». Φαίνεται
λοιπόν από πολύ νωρίς οι Έλληνες να έχουν ανακαλύψει
τους υδρογονάνθρακες και τα παράγωγά τους και
να τα χρησιμοποιούν και σε πολεμικούς σκοπούς. Με
ποιόν τρόπο όμως; Προφανώς ένα βέλος βουτηγμένο σε
πίσσα ή σε αργό πετρέλαιο δεν θα προκαλούσε άμεσα
τον θάνατο σε έναν άνθρωπο που θα τον έπληττε σε μη
καίριο σημείο. Μήπως λοιπόν τα βουτηγμένα σε αυτά τα
υλικά βέλη ήταν απλώς πυρφόρα βέλη, με άσβεστο
όμως πυρ; Υπάρχουν όμως περιγραφές που φανερώνουν
την τοξικότητα της περιοχής, αφού ακόμα και τα πουλιά
που πετούσαν από πάνω και εισέπνεαν τις δηλητηριώδεις
αναθυμιάσεις πέθαιναν. Αναφέρει η Οδύσσεια: «εξ
Εφύρης ανιόντα παρ' Ίλου Μερμερίδαο, οίχετο γαρ
κείσε θόης νηός Οδυσσεύς φάρμακον ανδροφόνον διζήμενος,
όφρα οι είη ιούς χρίεσθαι χαλκήρεας» (από την
Εφύρα καθώς ερχόταν από τον Ίλο Μερμερίδη, γιατί
πήγε και εκεί με γρήγορο πλοίο ο Οδυσσέας, φάρμακο
ανδροφόνο αναζητώντας, για να το έχει τα χάλκινα βέλη
του να αλοίβει. α 259 -262). Από την άλλη γνωρίζουμε
ότι δηλητηριώδη βέλη, με την κλασσική έννοια του
όρου, υπήρχαν. Αυτά όμως δεν τα βουτούσαν σε υδρογονάνθρακες,
αλλά σε διαλύματα νερού αναμεμειγμένου
με τριμμένα φύλλα ή λουλούδια ορισμένων φυτών ή
μανιταριών ή δηλητηρίου φιδιών. Τα πλέον διαδεδομένα
τοξικά φυτά ήταν το Ακόνιτο, η Άτροπος, γνωστό ως
Μπελλαντόνα, από την οποία παράγεται η στρυχνίνη, το
Στραμώνιο, το Κώνιο, το Δελφίνιο, η Δακτυλίτιδα, η Γόγ-
γολη, το Μαυρόχορτο και άλλα. Από αυτά το πλέον
θανατηφόρο είναι το Ακόνιτο, το οποίο προκαλεί παύση
της καρδιακής λειτουργίας και τελικά τον θάνατο. Σύμφωνα
με ορισμένες απόψεις το Ακόνιτο ήταν υπεύθυνο
για τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τον θάνατο
όμως προκαλούν και τα περισσότερα από τα παραπάνω
αναφερθέντα φυτά. Το Κώνιο άλλωστε είναι ιδιαιτέρως
γνωστό από την εκτέλεση του Σωκράτη. Τα γνωστά λοιπόν
αυτά φυτά, αποτελούσαν την πρώτη ύλη των αρχαίων
βιολογικών όπλων. Η αποτελεσματικότητά τους
πάντως εξαρτάτο από πολλούς παράγοντες, όπως η
κράση του θύματος, ο χρόνος χρήσης τους και οι κλιματολογικές
συνθήκες. Η αντοχή του κάθε ανθρώπου είναι
ένας τελείως υποκειμενικός παράγοντας, ο οποίος όμως
εξαρτάται και από το πόσο ισχυρό είναι το δηλητήριο, το
οποίο εξασθενεί με το πέρασμα του χρόνου. Ακόμα επιδρούν
και οι κλιματολογικές συνθήκες καθώς η βροχή
για παράδειγμα «ξέπλενε» το δηλητήριο από τα όπλα.
Από την άλλη πρέπει να υπήρχαν και ατυχήματα, με
φίλια θύματα, όταν για παράδειγμα ένα βέλος έκοβε τον
ίδιο τον χρήστη του. Ο μύθος αναφέρει πως ο Ηρακλής
έπληξε κατά λάθος με ένα δηλητηριώδες βέλος τον φίλο
του κένταυρο Χείρωνα, ενώ και ο κένταυρος Φόλος
πέθανε όταν τρυπήθηκε κατά λάθος από ένα βέλος που
προσπαθούσε να αποσπάσει από το σώμα ενός πληγωμένου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόμα η μυθολογική
αναφορά στο τέλος του Ηρακλή. Ο ήρωας σκότωσε τον
κένταυρο Νέσσο, με ένα βέλος βουτηγμένο στο αίμα της
Ύδρας. Ο κένταυρος πριν πεθάνει έδωσε στην σύζυγο
του Ηρακλή Διηάνειρα το μολυσμένο αίμα του, λέγοντας
της να το φυλάξει σε μέρος σκοτεινό και δροσερό,
μακριά από το φως και την ζέστη - μήπως διότι υπήρχε
κίνδυνος ανάφλεξης του; Με το αίμα του κενταύρου η
Διηάνειρα άλειψε έναν χιτώνα του Ηρακλή. Ο τελευταίος
φόρεσε τον χιτώνα και πήγε να εκτελέσει θυσία
στους θεούς. Τότε όμως, εμπρός από την φλόγα του
βωμού, ο χιτώνας ανεφλέγη και ο Ηρακλής άρχισε να
καίγεται, ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή η θερμότητα
απλώς ενεργοποίησε το δηλητήριο, το οποίο λειτούργησε
ως ένα είδος οξέως. Στην απελπισία του ο ήρωας
πεσε σε ένα ποτάμι, αλλά και εκεί η φωτιά δεν έσβησε!
Όταν δε επιχείρησε να βγάλει το δηλητηριασμένο ρούχο
αφαίρεσε μαζί και τις σάρκες του. Τελικώς ο Ηρακλής
κάηκε ζωντανός. Και αυτός ο μύθος είναι ενδεικτικός
των γνώσεων των αρχαίων Ελλήνων για τα παράδοξα
αυτά όπλα, τα οποία σκότωσαν ακόμα και έναν Ηρακλή.
Πριν πεθάνει ο ήρωας άφησε τα όπλα του στον φίλο
του Φιλοκτήτη. Ο Φιλοκτήτης αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα
προσωπικότητα. Επικεφαλής επτά πλοίων, το
καθένα των οποίων είχε πλήρωμα 50 τοξοτών, κίνησε
για την Τροία. Άριστος τοξότης και ο ίδιος, είχε εξοπλισθεί
με τα δηλητηριώδη βέλη του Ηρακλή. Δεν έμελλε
όμως να φτάσει εκεί με τους λοιπούς συστρατιώτες του.
Ο Φιλοκτήτης είτε δαγκώθηκε από φίδι, είτε σύμφωνα
με άλλη παραλλαγή του μύθου, τρυπήθηκε κατά λάθος
από ένα δικό του δηλητηριασμένο βέλος. Αποτέλεσμα
τούτου ήταν να αφεθεί σε ένα νησάκι κοντά στη Λήμνο.
Ο Φιλοκτήτης, ο καλύτερος τοξότης των Αχαιών, σώθηκε
τελικά με την επέμβαση του ιατρού Μαχάωνος. Το
γεγονός ότι η δηλητηρίαση του Φιλοκτήτη δεν προερχόταν
από δάγκωμα φιδιού δεν χρειάζεται και μεγάλη
σοφία για να το καταλάβει κανείς. Στην Ελλάδα μόνο ένα
είδος έχιδνας έχει τόσο ισχυρό δηλητήριο ώστε να επιφέρει
τον θάνατο. Οι αρχαίοι όμως γνώριζαν πως να
αντιμετωπίζουν ακόμα και το δάγκωμα από ένα τέτοιο
φίδι - χάραγμα του σημείου δαγκώματος, αναρρόφηση
του δηλητηρίου, επίδεση αρκετά εκατοστά πάνω από
την πληγή, ώστε να μην φτάσει το δηλητήριο γρήγορα
στην καρδιά. Άρα κατά πάσα πιθανότητα ο Φιλοκτήτης
επλήγη από κάτι άλλο. Στην περίπτωση του όμως στάθηκε
τυχερός στην ατυχία του, εφόσον μάλλον το δηλητήριο
είχε εξασθενίσει λόγω του χρόνου που είχε παρέλθει,
αλλά και ο ίδιος ήταν νέος και με ισχυρό οργανισμό.
Έτσι επέζησε και πήγε τελικώς στην Τροία, σκορπώντας
τον όλεθρο με τα δηλητηριώδη βέλη του, ένα εκ των
οποίων σκότωσε και τον Πάρι. Σύμφωνα με την ποιητική
περιγραφή ο Πάρις υπέφερε ιδιαιτέρως από το δηλητήριο,
νιώθοντας αφόρητο κάψιμο και δίψα. Όλα αυτά τα
συμπτώματα προϊδεάζουν για δηλητηρίαση από το φυτό
Ακόνιτο. Και είναι λογικό ο Φιλοκτήτης να χρησιμοποίησε
ένα δραστικό δηλητήριο για τα βέλη του, εφόσον,
από ιδία πείρα κατάλαβε ότι το δηλητήριο της Ύδρας
είχε πλέον εξασθενήσει.
Η φρίκη των αρχαίων βιολογικών όπλων όμως δεν
τελείωσε και μετά τα Τρωικά. Τα κείμενα διαφόρων συγγραφέων
της ύστερης αρχαιότητος και των πρώτων χριστιανικών
χρόνων, όπως ο Γαληνός, ο Κουίντος ο εκ
Σμύρνης, αλλά και ο Διόδωρος Σικελιώτης και ο Παυσανίας,
αποδεικνύουν ότι τα όπλα αυτά συνέχισαν να χρησιμοποιούνται
όλο αυτό το διάστημα, από την προϊστορία
έως και τον 4ο αιώνα μ.Χ. Τα δηλητήρια που χρησιμοποιήθηκαν
στην περίοδο αυτή ήταν δραστικότερα των
παλαιοτέρων, απόκοτος της γνώσης που οι χρήστες τους
είχαν αποκομίσει από τους παλαιοτέρους. Έτσι αντί ενός
μόνο δηλητηρίου πολλές φορές χρησιμοιοποιείτο ένα
μίγμα τοξικών υλικών, προερχόμενο κυρίως από δηλητηριώδη
φυτά, αναμεμειγμένο μερικές φορές με δηλητήριο
φιδιού. Η αρχαία «συνταγή» ακολουθήθηκε κατά
γράμμα και σε νεωτέρους χρόνους. Υπάρχουν αναφορές
ότι μουσουλμάνοι τοξότες χρησιμοποίησαν εμποτισμένα
σε Ακόνιτο βέλη κατά των Ισπανών το 1483. Ακόμα
και οι Γκούρκα χρησιμοποίησαν παρόμοια βέλη κατά των
Βρετανών τον 19ο αιώνα. Προσφάτως δε απεκαλύφθη
ότι και Γερμανοί επιστήμονες, κατά τη διάρκεια του Β'
Παγκοσμίου Πολέμου, επειραματίζοντο στην κατασκευή
«τοξικών» βολίδων, εμποτισμένων επίσης σε Ακόνιτο.
Ακόμα και σήμερα φυλές ινδιάνων στον Αμαζόνιο χρησιμοποιούν
δηλητηριώδη βέλη, εμποτισμένα με δηλητήριο
ενός είδους βατράχου που ζει στην περιοχή.
Ωστόσο στους κλασσικούς, ελληνιστικούς και
ρωμαϊκούς χρόνους φαίνεται πως υπήρξε ένα «μορατόριουμ»
θα λέγαμε, στην ανάπτυξη βιολογικών όπλων για πολεμική
χρήση. Δηλητήρια εξακολούθησαν φυσικά να χρησιμοποιούνται
στο κυνήγι και στις δολοφονίες. Η χρήση
τους στον πόλεμο θεωρήθηκε πράξη «βαρβαρική» και
σταμάτησε. Φυσικά αν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι έπαψαν
να χρησιμοποιούν βιολογικά όπλα, οι αντίπαλοι
τους δεν συμμεριζόντο πάντοτε τα ίδια αισθήματα. Έτσι
αναφέρεται η χρήση δηλητηριωδών βελών τόσο από
τους Πέρσες, όσο και από τους Γαλάτες και τους Δάκες,
αλλά και τους Σλάβους, όπως μαρτυρά ο αυτοκράτορας
Μαυρίκιος στο «Στρατηγικόν» του 6ου αιώνα π.Χ. Και οι
λαοί αυτοί όμως έπαψαν σταδιακά να τα χρησιμοποιούν,
σε γενικευμένη τουλάχιστον κλίμακα, κυρίως λόγω των
αντίποινων τα οποία υφίσταντο όσοι χρήστες τους είχαν
την ατυχία να πέσουν ζωντανοί στα χέρια των εχθρών
τους. Έτσι όταν ο στρατός τους Αλεξάνδρου πέρασε το
326 π.Χ. από το σημερινό Πακιστάν βρέθηκε αντιμέτωπος
με τους εντοπίους, οι οποίοι είχαν εμποτίσει σε
δηλητήριο φιδιού όχι μονό τα βέλη τους, αλλά ακόμα και
τα σπαθιά τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα βέλη τους
δεν έφεραν μεταλλική αιχμή. Η κατάληψη του στελέχους
τους ήταν κούφια, προφανώς για να «συγκρατεί»
περισσότερο δηλητήριο. Ευτυχώς η έλλειψη μεταλλικής
αιχμής περιόριζε τη διατρητικότητα του βέλους, απέναντι
στις ασπίδες και τους θώρακες των Ελλήνων. Ίδιου
τύπου βέλη χρησιμοποιούσαν και οι Σκύθες, οι οποίοι με
αυτά κατανίκησαν την στρατιά του Πέρση βασιλιά
Δαρείου, στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. Παρόλα αυτά οι
στρατιώτες του Αλεξάνδρου, αγνοώντας το εχθρικό
μυστικό, επιτέθηκαν εναντίον τους και τους νίκησαν.
Μετά το πέρας της μάχης όμως πολλοί, έστω και ελαφρά
τραυματισμένοι, πέθαναν. Ο Αλέξανδρος τότε κατάλαβε
ότι οι εχθροί χρησιμοποιούσαν δηλητήριο και κατάφερε
να μάθει και το αντίδοτο. Χάρη σε αυτό σώθηκε η ζωή
του στρατηγού του Πτολεμαίου του Λάγου, ο οποίος είχε
τραυματιστεί ελαφρά από βέλος στον ώμο, αλλά κινδύνευε
να πεθάνει. Το τραύμα του είχε μαυρίσει και μύριζε
απαίσια. Μετά τη χορήγηση του αντιδότου όμως
θεραπεύτηκε άμεσα.
Πέραν των γνωστών δηλητηρίων όμως των φυτών και
των φιδιών οι Έλληνες πρέπει να γνώριζαν και το δηλητήριο
που περιέχει το κεντρί ενός είδους σαλαχιού. Σύμφωνα
με μια παράδοση ο Οδυσσέας βρήκε τον θάνατο
από πλήγμα με ένα δόρυ που είχε αιχμή από κεντρί
σαλαχιού. Δράστης του φόνου ήταν ο νόθος γυιός του
από την μάγισσα Κίρκη, ο Τήλεφος.
Του Π.Καρύκα
http://originalmakedon.blogspot.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου